Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλμπίνος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλμπίνος ο [albínos] Ο18 θηλ. αλμπίνα [albína] Ο25 : αυτός που πάσχει από αλμπινισμό.

[λόγ. < γαλλ. albinos < ισπαν. albinos < πληθ. του albino (negros albinos για νέγρους με ασπριδερό χρώμα), με μετακ. τόνου κατά το σχ. του λατ. τον.· λόγ. αλμπίν(ος) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go