Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλόφρονας [alófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : αλλόφρων: Είμαι ~. Bρίσκεται σε αλλόφρονη κατάσταση. || (ως ουσ.) ο αλλόφρονας, θηλ. αλλόφρονη.
[λόγ. < ελνστ. ἀλλόφρων, αιτ. -ονα (δες στο αλλόφρων)]



