Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλόγλωσσος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλόγλωσσος -η -ο [alóγlosos] Ε5 : που μιλάει διαφορετική γλώσσα, σε σχέση με κπ. άλλον. ANT ομόγλωσσος: Aλλόγλωσσοι Έλληνες υπήκοοι. || (ως ουσ.) ο αλλόγλωσσος.

[λόγ. < αρχ. ἀλλόγλωσσος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλόγλωσσος, -η, -ο [alóγlosos]
  • of a different language, speaking a foreign language, written in a foreign language (syn ξενόγλωσσος, ant ομόγλωσσος):
    • οι αλλόγλωσσοι Έλληνες υπήκοοι |
    • ξένοι και αλλόγλωσσοι λαοί |
    • φυλές αλλόθρησκες, αλλόγλωσσες |
    • φωνές αλλόγλωσσες |
    • ο ~ συγγραφέας |
    • μεταφράζει έργα αλλόγλωσσα |
    • αγωνίζεται να αποδώση πιστά το αλλόγλωσσο έργο (Kakridis) |
    • μέσα στο συρφετό των αλλόγλωσσων και ξένων ξεμοναχιαστήκαμε και μιλούσαμε (TStavrou) |
    • διακρίνει (ο Bερναρδάκης) πράγματα που ξεφεύγουν από τους αλλόφυλους και τους αλλόγλωσσους διδασκάλους (Palam) |
    • στους αρχαίους Έλληνες βάρβαρος αρχικά σημαίνει κάθε λαό αλλόγλωσσο (Kakridis) |
    • poem αλλόγλωσσοι και βάρβαροι κουρσάροι | δε μπόρεσαν να σβήσουνε το φως σου (Skipis)

[fr K, PatrG ἀλλόγλωσσος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες