Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλλοτροπισμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλοτροπισμός ο [alotropizmós] Ο17 : (χημ.) η ιδιότητα που έχουν ορισμένα χημικά στοιχεία να εμφανίζονται με δύο ή με περισσότερες μορφές που διαφέρουν ως προς τη δομή και τις ιδιότητες, όπως π.χ. ο άνθρακας ως αιθάλη, γραφίτης και διαμάντι.

[λόγ. < αγγλ. allo tropism < allo- = αλλο- + αρχ. τρόπ(ος) -ism = -ισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοτροπισμός [alotropizmós] ο, chem
  • allotropism (syn αλλοτροπία) ; allomorphism

[neol, der of αλλότροπος w. suff -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go