Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλλοτροπία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλοτροπία η [alotropía] Ο25 : (χημ.) αλλοτροπισμός.

[λόγ. < γαλλ. allo tropie < allo- = αλλο- + αρχ. τρόπ(ος) -ie = -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοτροπία [alotropía] η, (L)
  • ① chem allotropy (syn αλλοτροπισμός, near-syn πολυμορφία)
  • ② art variety of ways (syn αλλότροπο το):
    • από τη μια μεριά η κυριαρχία του κλασικού ιδεώδους, ο ακαδημαϊσμός, απ' την άλλη ο νοσηρός χαρακτήρας του τραγικού και το κυνήγι της αλλοτροπίας, ο ρομαντισμός κλ (Papantoniou)

[fr eccl αλλοτροπία, der of αλλότροπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go