Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλοκοτιά η [alokotxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα και η συμπεριφορά του αλλόκοτου.
[μσν. αλλοκοτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἀλλόκοτ(ος) -ία > -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοκοτιά [alokotjá] η,
- ① queerness, strangeness, oddity, peculiarity (syn ιδιοτροπία, ιδιορρυθμία, παραδοξότητα, παραξενιά):
- έχει τις αλλοκοτιές του |
- συνάμα κάποια ~ και κάποια μοναδικότητα γεύεσαι στην Kνωσό· λες, ένας κόσμος της Aνατολής ... ένας κόσμος αιγαίος (Panagiotop) |
- o Kόιντος Φλάβιος είχε μέσα στο αίμα του την ~ (id.) |
- στάθηκε μια ~ η ζωή μου ολάκερη, μια δίψα αιώνια (id.) |
- καταφθάνουν Γοργόνες και Πήγασοι κι άπειρα άλλα ανεξήγητα τερατόμορφα όντα με τις αλλοκοτιές τους (Theodorakop)
- ② wildness (of ideas, words etc) (syn εξωφρενικότητα, εξωφρενισμός, παραλογισμός):
- άνθρωπο που να έχη τόση ~ κι αυτός ο ίδιος και τα λόγια του δεν θα βρης (Theodorakop) |
- ο αφιλοσόφητος μύθος με όλη την ομορφιά του είναι πληθερός, ανισόβαρος, συχνά ανάμιχτος με ~ και κάποτε κακόσκοπος (id.)
[fr ByzG αλλοκοτία 'absurdity' (6th c. AD), der of αλλόκοτος]
- ① queerness, strangeness, oddity, peculiarity (syn ιδιοτροπία, ιδιορρυθμία, παραδοξότητα, παραξενιά):



