Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλλοιώτικα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοιώτικα s. αλλιώτικα.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοιωτικά [aliotiká] adv (L)
  • alteratively, w. changes:
    • ίσως επεξεργάσθηκε ~ το αρχικό κείμενο της κριτικής (Despotop)

[der of αλλοιωτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go