Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλοιώνομαι.
-
- 1) Aποκτώ διαφορετική έκφραση, διαφορετική διάθεση:
- ο βασιλεύς, ως το ήκουσεν, εχάθην, ηλλοιώθην (Διήγ. Bελ. χ 326).
- 2) Aσχημίζω:
- το κάλλος του προσώπου της τελείως ηλλοιώθην (Φλώρ. 75).
[αρχ. αλλοιόομαι. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Aποκτώ διαφορετική έκφραση, διαφορετική διάθεση:



