Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλληλοϋποστήριξη
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλοϋποστήριξη [aliloipostíriksi] η, gen αλληλοϋποστήριξης & αλληλοϋποστηρίξεως, gen pl αλληλοϋποστηρίξεων,
  • mutual support:
    • οι εβραίοι διακρίνονται για την ~ και την αλληλεγγύη τους (Vacalop) |
    • το σύστημα έχει συνοχή, γιατί στηρίζεται και σ' ένα πλέγμα αλληλοϋποστηρίξεων και ανταλλαγών στις κορυφαίες θέσεις (Terzakis)

[cpd w. υποστήριξη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go