Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλοεισχώρηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλοεισχώρηση [aliloisxórisi] η, gen αλληλοεισχωρήσεως (L)
  • interpenetration (syn in αλληλοδιείσδυση):
    • τα προτσές (Prozess) της διασταυρώσεως και της αλληλοεισχωρήσεως διαφορετικών ανθρωπολογικών τύπων συνέτειναν στην εξάλειψη των συνόρων μεταξύ τους (Poulianos) |
    • η ~ και η σύμπτυξη των μορφών (Mourelos)

[cpd w. εισχώρηση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες