Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλοεισχώρηση [aliloisxórisi] η, gen αλληλοεισχωρήσεως (L)
- interpenetration (syn in αλληλοδιείσδυση):
- τα προτσές (Prozess) της διασταυρώσεως και της αλληλοεισχωρήσεως διαφορετικών ανθρωπολογικών τύπων συνέτειναν στην εξάλειψη των συνόρων μεταξύ τους (Poulianos) |
- η ~ και η σύμπτυξη των μορφών (Mourelos)
[cpd w. εισχώρηση]
- interpenetration (syn in αλληλοδιείσδυση):



