Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλληλεπιδρώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλεπιδρώ [alilepiδró] Ρ10.4α αόρ. αλληλεπέδρασα, απαρέμφ. αλληλεπιδράσει & αλληλοεπιδρώ [aliloepiδró] Ρ10.4α αόρ. αλληλοεπέδρασα, απαρέμφ. αλληλοεπιδράσει : για πρόσωπα, φαινόμενα ή καταστάσεις που ασκούν αμοιβαία επίδραση.

[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + επιδρώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλεπιδρώ s. αλληλοεπιδρώ.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go