Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλέγγυο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλέγγυο [aliléŋɟio] το, (L)
  • solidarity (syn αλληλεγγύη, αλληλεγγυότητα):
    • το ~ των αντιπάλων της κυβερνήσεως

[fr MG το αλληλέγγυον 'mutual pledge' substantiv. n of αλληλέγγυος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλέγγυος -α -ο [aliléngios] Ε6 : 1.που δείχνει αλληλεγγύη σε κπ., που είναι πρόθυμος να συμπαρασταθεί: Όλα τα εργατικά σωματεία τάσσονται αλληλέγγυα προς τους απολυμένους συναδέλφους τους. Είμαστε αλληλέγγυοι προς τους δοκιμαζόμενους αδελφούς μας. 2. (νομ.) που συνδέεται με κπ. ή με κάποιους με αμοιβαία ευθύνη ή υποχρέωση: ~ χρεώστης. Οι οφειλέτες είναι αλληλέγγυοι, όταν ενέχονται στο ίδιο αδίκημα. || Aλληλέγγυα ευθύνη, που έχουν αλληλέγγυα πρόσωπα. αλληλέγγυα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀλληλέγγυος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλέγγυος, -α, -ο [aliléŋɟios] (L)
  • ① jointly liable (before the law), of joint and several liability (syn υπόλογος ο ένας για τον άλλο):
    • γινόμαστε αλληλέγγυοι we join together in liability |
    • αλληλέγγυα υποχρέωση (L ~ υποχρέωσις) obligation binding on the parties |
    • αλληλέγγυα ενοχή joint and several liability |
    • αλληλέγγυοι χρεοφειλέτες joint and several debtors |
    • οι ομόρρυθμοι εταίροι είναι νόμω αλληλέγγυοι |
    • για την πληρωμή των ποσών αυτών κηρύσσονται αλληλέγγυοι οι "μεταλλευταί, τα εις το μεταλλείον προσηρτημένα χωρία και οι ραγιάδες" (Vacalop) |
    • είναι συνεταιρισμένος κι ~ με την κοινωνία και με την Kυβέρνηση (Theotokas)
  • ② reciprocally dependent, identifying oneself w. s.o.:
    • είμαι or γίνομαι ~ με κ. |
    • ήταν ~ με τους ανθρώπους, δάσκαλος, συνεργάτης και φίλος |
    • είμαστε αλληλέγγυοι με τους συναδέλφους |
    • νοιώθουμε αλληλέγγυοι με την πόλη ολόκληρη |
    • τρεις πιστοί μαθητές του Kαΐρη δικάστηκαν και καταδικάστηκαν μαζί του, αλληλέγγυοι με το δάσκαλο |
    • τα αντιπολιτευόμενα κόμματα κηρύχθηκαν αλληλέγγυα |
    • τάσσομαι ~ με τον ταγματάρχη μου κ. Mαλεβά (LAkritas) |
    • σ' αυτό οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να βρίσκωνται αδιάσπαστα αλληλέγγυοι (Christidis EΣ) |
    • προϋποθέσεις αλληλένδετες και αλληλέγγυες |
    • ποίηση και ποιητική είναι ομόρριζες και αλληλέγγυες λειτουργίες |
    • αποδείχνει (sc ο Aϊνστάιν) πόσο αλληλέγγυες έγιναν οι μαθητικές και οι φυσικές επιστήμες (Panagiotop) |
    • τα μέλη μιας οικογένειας ή μιας φυλής είναι αλληλέγγυα, σφιχτά ενωμένα, αποτελούν ένα αυτότελο, ενιαίο οργανισμό (Kazantz) |
    • κανείς δε δέχτηκε να κηρυχθεί ~ με το καθεστώς και να γίνη κράχτης του (Seferis) |
    • η επιτροπή είχε φανή αλληλέγγυα με την ιδέα του Θεού και επομένως έπρεπε να ακολουθήση την τύχη της (Theotokas) |
    • αισθάνεται ~ και συνυπεύθυνος με όλους τους ανθρώπους της οικουμένης (Papanoutsos) |
    • το ηθικό πρόβλημα είναι αλληλέγγυο με όλα τα μεγάλα μεταφυσικά και γνωσιολογικά προβλήματα (id.) |
    • θα βρης πλάι μου ανθρώπους που έχουν ... το πάθος να είναι άνθρωποι ολόκληροι, αυτόνομοι, υπερήφανοι, αλληλέγγυοι με τους συνανθρώπους των (Tsatsos) |
    • poem αλληλέγγυα στάθηκαν τα σπίτια | και μικρά και τετράγωνα (Elytis)

[fr ByzG αλληλέγγυος 'jointly liable' ← K]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλεγγυότητα [alileŋɟiótita] η, (& L αλληλεγγυότης)
  • solidarity (syn in αλληλέγγυο το):
    • οι ανακρίσεις ευνοούν κατά κανόνα τους ισχυρούς και διέπονται από την απαρασάλευτη αρχή της αλληλεγγυότητος κι αλληλοπροστασίας της μανδαρινικής κάστας (Kolyva)

[der of αλληλέγγυος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες