Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληθωρ- s. αλλοιθωρ-.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληθωρίζω [aliθorízo] Ρ2.1α : 1.για κπ. του οποίου το ένα ή και τα δύο μάτια παρουσιάζουν απόκλιση από τον παράλληλο άξονα, με συνέπεια να φαίνονται σαν να είναι στραμμένα σε διαφορετικές κατευθύνσεις· πάσχω από στραβισμό: Aλληθωρίζει (από το δεξί / από το αριστερό μάτι). || Aλληθωρίζει το μάτι, παρουσιάζει απόκλιση. || (έκφρ., πειραχτικά) ~ από την έκπληξη / από την πείνα κτλ., όταν το βλέμμα παίρνει μια παράξενη έκφραση εξαιτίας κάποιου έντονου συναισθήματος ή αισθήματος. 2. (μτφ., οικ.) έχω βλέψεις, επιθυμίες ή ενδιαφέροντα για κτ. που είναι έξω από τα προκαθορισμένα και τα αποδεκτά: Είναι πιστός σύζυγος, πού και πού όμως αλληθωρίζει, δείχνει ενδιαφέρον για άλλες γυναίκες. Tελευταία άρχισε να αλληθωρίζει προς τα δεξιά / αριστερά, για κπ. που δείχνει συμπάθεια ή διάθεση συνεργασίας με αριστερά / δεξιά κόμματα. ΠAΡ Mε στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ΄ αλληθωρίσεις, για να δηλώσουμε ότι οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν.
[αλλήθωρ(ος) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληθώρισμα το [aliθórizma] Ο49 : το να αλληθωρίζει κάποιος. 1. το βλέμμα του αλλήθωρου. 2. (μτφ., οικ.) βλέψεις ή επιθυμίες που ξεφεύγουν από αυτό που είναι αποδεκτό ή αναμενόμενο.
[αλληθωρισ- (αλληθωρίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληθωρισμός ο [aliθorizmós] Ο17 : στραβισμός.
[λόγ. αλληθωρισ- (αλληθωρίζω) -μός]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλήθωρος, επίθ.· θηλ. αλληθώρα.
-
- 1) Που αλληθωρίζει, που πάσχει από στραβισμό:
- αλληθώρα και στραβή και χαμηλοβλεπούσα (Διήγ. παιδ. 845).
- 2) (Yποτιμ.):
- ό,τ’ είχανε συντύχει το γροίκα ο αλλήθωρος (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47524).
[<αντων. άλλος + ουσ. θωριά. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- 1) Που αλληθωρίζει, που πάσχει από στραβισμό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλήθωρος -η -ο [alíθoros] Ε5 : που αλληθωρίζει, που πάσχει από στραβισμό. || (ως ουσ.).
[μσν. αλλήθωρος < φρ. άλλη θωρ(ιά) -ος]