Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλληγορώ.
-
- (Μτβ.) μιλώ αλληγορικά για κ.· ερμηνεύω αλληγορικά κ.:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 50v).
[μτγν. αλληγορέω]
- (Μτβ.) μιλώ αλληγορικά για κ.· ερμηνεύω αλληγορικά κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληγορώ [aliγoró] αλληγορείς,
- interpret allegorically, speak allegorically, allegorize, represent allegorically (syn μιλώ αλληγορικά or με αλληγορίες):
- η θεολογική έννοια ότι το βρέφος ... αλληγορεί την πνευματική παρουσία του Λόγου του Θεού, όπως τη διατύπωσε ο Iησούς (Pallas)
[fr K, PatrG ← AG ἀλληγορῶ]
- interpret allegorically, speak allegorically, allegorize, represent allegorically (syn μιλώ αλληγορικά or με αλληγορίες):



