Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλεργικός -ή -ό [alerjikós] Ε1 θηλ. και αλλεργικιά στη σημ. 2 : 1.που έχει σχέση με την αλλεργία ή που προκαλείται από αλλεργία: Aλλεργική δοκιμασία. Aλλεργικές παθήσεις. Aλλεργική ρινίτιδα. Aλλεργικό εξάνθημα / άσθμα / σοκ. 2. που πάσχει από αλλεργία: Είναι ~ στα φάρμακα / στα αυγά. || (μτφ., οικ.): Είμαι ~ σε κάθε δογματική τοποθέτηση, την απεχθάνομαι. || (ως ουσ.) ο αλλεργικός, θηλ. αλλεργική και (προφ.) αλλεργικιά.
[λόγ. αλλεργ(ία) -ικός μτφρδ. γερμ. allergisch]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλεργικός, -ή, -ό [aleryikós] med
- allergic:
- αλλεργικές παθήσεις, αλλεργική κρίση, αλλεργική προδιάθεση, αλλεργικό φαινόμενο, αλλεργικά περιστατικά |
- αλλεργική δερματοπάθεια, αλλεργική ρινίτιδα |
- αλλεργικό συνάχι, αλλεργική αναφυλαξία hayfever |
- αλλεργικές φάσεις της παιδικής φυματιώσεως |
- η παρατεταμένη επαφή του καουτσούκ με το δέρμα των χειρών προκαλεί συχνά αλλεργικές εκδηλώσεις (φαγούρες, εξανθήματα, σκασίματα, πληγές) (GLadas)
[der of αλλεργία]
- allergic:



