Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλαχτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλαχτής [alaxtís] ο,
  • worker dealing w. the replacement of worn-out parts w. new ones, repairer, repairman, mender (near-syn επιδιορθωτής, επισκευαστής):
    • ~ των ψιδιών |
    • ζητείται πεπειραμένος ~ και επιδιορθωτής ελασμάτων επίπλων

[fr AG *ἀλλακτής (as it appears in cpds such as διαλλακτής, συναλλακτής, ἐξαλλακτής, ἀπαλλακτής): ἀλλάσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες