Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλαξοπατριαρχία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλαξοπατριαρχία [alaksopatriarçía] η,
  • change, replacement of a living patriarch:
    • συνεχίζονται οι μηχανορραφίες και οι αλλαξοπατριαρχίες (Vacalop)

[cpd of αλλάζω & πατριάρχης w. suff -ία; for the two components cf αλλαξοβασιλίκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες