Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλαξοκωλιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλαξοκωλιά η [alaksokolá] Ο24 : (προφ., χυδ.) η αμοιβαία συνουσία ανάμεσα σε άντρες.

[αλλαξο- + κώλ(ος) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες