Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλαξογνωμίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλαξογνωμίζω [alaksoγnomízo] (& αλλαξογνωμώ)
  • ① change one's mind, change opinion:
    • εύκολα αλλαξογνωμούν οι γυναίκες (Theotokis) |
    • εγώ δεν πάσκισα να την κάμω ν' αλλαξογνωμίση (Vlami)
  • ② cause one to change his mind:
    • (τρόμαξε) μη λάχη και τούτος ο Κωνσταντίνος τ' αλλαξογνωμίση και τ' άλλα παιδιά (Panagiotop)

[der of αλλαξόγνωμος w. suff -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες