Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαξογλωσσία [alaksoγlosía] η,
- change of language:
- η ~ μου αυτή θα μπορή να χρησιμεύη σε μερικούς που με στραβοβλέπουν ... για επιχείρημα εναντίον μου (Palam)
[cpd w. γλώσσα & suff -ία]
- change of language: