Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλαξοβασιλίκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αλλαξοβασιλίκι το.
  • Aναστάτωση που προέρχεται από αλλαγή πολιτικής κατάστασης:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 56224).

[<αόρ. του αλλάσσω + ουσ. βασιλίκι. Πβ. λ. αλλαξοβασιλεία τον 11. αι. (LBG). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλαξοβασιλίκι [alaksovasilíci] το, region. (Crete, Mani)
  • change of political situation (syn L μεταπολίτευση) and disturbance resulting therefrom:
    • ήρθε τ' ~

[fr LMG αλλαξοβασιλίκι, cpd w. βασιλίκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες