Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλλαντοπωλείο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλαντοπωλείο το [alandopolío] Ο39 : κατάστημα όπου πουλιούνται αλλαντικά.

[λόγ. αλλαντοπώλ(ης) -είον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλαντοπωλείο [alandopolío] το, (L)
  • special store selling sausages

[der of αλλαντοπώλης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go