Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλλαντικό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλαντικό το [alandikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : προϊόντα από ψιλοκομμένο κρέας ή από πολτό κρέατος με διάφορα καρυκεύματα και συντηρητικές ουσίες, μέσα σε έντερο ή σε κύστη, όπως σαλάμια, λουκάνικα κτλ.

[λόγ. άλλαντ(α) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go