Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλλαντίαση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλαντίαση η [alandíasi] Ο33 : δηλητηρίαση που προκαλείται από αλλαντικά και γενικότερα από συντηρημένες τροφές στις οποίες έχουν αναπτυχθεί παθογόνοι μικροοργανισμοί.

[λόγ. < διεθ. allantiasis < αρχ. ἀλλαντ- (δες άλλαντα) + -iasis = -ία(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλαντίαση [alandíasi] η, (L) med
  • food poisoning fr tainted sausage, botulism

[der of ἀλλᾶς (gen -ᾶντος) w. suff -ίασις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go