Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλαγιάζομαι.
-
- Oργανώνομαι σε αλλάγια (βλ. ‑ιον 1α):
- (Aχιλλ. N 449).
[<ουσ. αλλάγιν + κατάλ. ‑ιάζομαι. Tο ενεργ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Oργανώνομαι σε αλλάγια (βλ. ‑ιον 1α):