Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλέως
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αλλέως, επίρρ.· αλλιώς.
  • 1) Aλλιώς, με άλλο τρόπο, διαφορετικά:
    • σου το μηνύει καθαρά κι αλλέως να μην ποίσεις (Kορων., Mπούας 54
    • φρ. το γυρίζω αλλέως = «παρεξηγώ»·
    • (προκ. για λόγια) παρερμηνεύω κ. ηθελημένα, αλλοιώνω, διαστρέφω το νόημά του:
      • (Συναδ. φ. 19r).
  • 2) Eιδεμή:
    • αποκρίσου μου· αλλιώς εδώθε φεύγω (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [468]).
  • Εκφρ.
  • 1) Αδές αλλιώς, ειδές αλλιώς = ειδεμή:
    • (Λεηλ. Παροικ. 377), (Φορτουν. B´ 40).
  • 2) Ειδ(έ) αλλέως = ειδεμή:
    • (Aγν., Ποιήμ. A´ 83).

[πιθ. <επίθ. αλλέος. O τ. στο Meursius (λ. έως) και σήμ. H λ. τον 9.-10. αι. (LBG) και στο Meursius]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλέως [aléos] adv (L) obsol
  • ① = αλλιώς 1:
    • ~ μου φέρθηκε |
    • ~ τον ήξερα και ~ είναι |
    • προφυλάξου, ~ θ' αρρωστήσεις |
    • ~ πως in some other manner
  • ② = αλλιώς 2:
    • το οικονομικό ζήτημα προέχει, ~ η αποχώρησή μου από τη δημοσία υπηρεσία θα μου ήταν ευεργέτημα (adapted fr Palam) |
    • η διευκόλυνση αυτή μπορεί και πρέπει να γίνεται μόνο με τα σχόλια και τις σημειώσεις, ~ δεν έχομε πια μετάφραση του κειμένου παρά παρωδία του (adapted fr Tzartzanos)

[fr MG αλλέως bes αλλιώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες