Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλάγιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αλλάγιον το· αλλάγι· αλλάγιν· αλλάι· ελλάγι.
  • 1)
    • α) Στρατιωτική μονάδα:
      • όρθωσεν τα φουσσάτα του εις τρία αλλάγια (Διήγ. Aλ. V 70
    • β) τάγμα ιππικού:
      • (Aχιλλ. N 445).
  • 2) Σμήνος πουλιών:
    • (Aπόκοπ. 204).
  • 3) Φορεσιά:
    • (Iμπ. 462).

[<ουσ. αλλαγή + κατάλ. ιον. Oι τ. ι (Somav.), ιν και αλλάι και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 10. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες