Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλάγι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αλλάγι το,
βλ. αλλάγιον.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλάγι [aláyi] το, (& αλλάι) rare
  • ① group, crowd, swarm or herd (syn ομάδα, σμήνος, αγέλη):
    • έν' αλλάι παιδιά |
    • τα πουλιά περνάνε αλλάγια αλλάγια
  • ② body of men in uniform, parade (syn παρέλαση, πομπή):
    • ο βασιλιάς πρόσταξε να κάμουν αλλάι |
    • poem διαβαίνουν οι παραταγές και το καθένα ~, | τα πανωκλίβανα ριχτά κ' οι αρματωσιές αστράφτουν (Palam) |
    • μέσ' από κάθε νούμερο, μέσ' από κάθε ~, | τα φλάμουλα, τα φλάμπουρα και τα μπαϊράκια ολόρθα (id.)
  • ③ region. (Chios, Dodecanesus) pl αλλάγια τα, new festive clothes, esp those of the bridegroom which on the eve of the wedding are festively and w. musical accompaniment carried by girls fr the bridegroom's house to the bride's

[fr MG αλλάγι & αλλάι ← ΜG αλλάγιν ← ByzG αλλάγιον (10th c. AD), der of MG αλλαγή 'change; suit; etc']

[Λεξικό Κριαρά]
αλλαγιάζομαι.
  • Oργανώνομαι σε αλλάγια (βλ. ‑ιον 1α):
    • (Aχιλλ. N 449).

[<ουσ. αλλάγιν + κατάλ. ιάζομαι. Tο ενεργ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αλλάγιον το· αλλάγι· αλλάγιν· αλλάι· ελλάγι.
  • 1)
    • α) Στρατιωτική μονάδα:
      • όρθωσεν τα φουσσάτα του εις τρία αλλάγια (Διήγ. Aλ. V 70
    • β) τάγμα ιππικού:
      • (Aχιλλ. N 445).
  • 2) Σμήνος πουλιών:
    • (Aπόκοπ. 204).
  • 3) Φορεσιά:
    • (Iμπ. 462).

[<ουσ. αλλαγή + κατάλ. ιον. Oι τ. ι (Somav.), ιν και αλλάι και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 10. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες