Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλκυονίδες οι [alkioníδes] Ο26 : ονομασία που χρησιμοποιείται για τις ηλιόλουστες μέρες του Iανουαρίου και γενικότερα του χειμώνα. || (ως επίθ.): ~ ημέρες.
[λόγ. < ελνστ. ἀλκυονίδες (ἡμέραι), επειδή υποτίθεται πως οι θεοί γαλήνευαν τη θάλασσα, για να μπορέσουν οι αλκυόνες να χτίσουν τις φωλιές τους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλκυονίδες [alcioní∂es] adj (sc μέρες) (L)
- series of sunny calm days:
- οι μέρες οι αφιερωμένες στη μέριμνά του (sc του πουλιού που λέγεται αλκυόνα) ~ (Panagiotop) |
- poem θα βαστάξουν μέρες | με τον Kαλαντάρη ~ (Xydis)
[fr AG ἀλκυονίδες (tm)μέραι; s. αλκυονίδα]
- series of sunny calm days:



