Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλκοολισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλκοολισμός ο [alkoolizmós] Ο17 : χρόνια κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών: Εκστρατεία κατά του αλκοολισμού. Ο ~ δημιουργεί εξάρτηση του ατόμου από το οινόπνευμα. || το σύνολο των παθολογικών καταστάσεων που προκαλεί ο αλκοολισμός: Πάσχει από αλκοολισμό, είναι αλκοολικός.

[λόγ. < γαλλ. alcoolisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλκοολισμός [alkoolizmós] ο, (& less freq αλκολισμός)
  • ① morbid inclination to intemperate intake of alcoholic beverages, habitual drunkenness, inebriety, alcoholism:
    • τον κατάστρεψε ο ~ |
    • το πρόβλημα του αλκοολισμού |
    • ο ~ είναι κοινωνική μάστιγα |
    • ο ~ είναι μια από τις μεγάλες πληγές της κοινωνίας |
    • ο νόμος της ποτοαπαγόρευσης άφησε και αγαθά αποτελέσματα, κυρίως μετά την άρση του |
    • δημιούργησε τη συνείδηση του φοβερού κακού που είναι ο ~ (Karantonis) |
    • υπάρχει φόβος να διαδοθούν περισσότερο τα διεγερτικά φάρμακα, ο αλκολισμός, η ακολασία (Papanoutsos) |
    • από καιρό έπαιρνε σταθερά τον κατήφορο του αλκολισμού (Terzakis)
  • ⓐ chronic poisoning of the system through excessive use of alcohol, alcoholism:
    • αλκοολισμό λέμε τις διαταράξεις που παθαίνει ο άνθρωπος από την κατάχρηση των οινοπνευματωδών ποτών (Saratsis)
  • ② passion for sth, addiction (syn έμμονο πάθος):
    • την ώρα της τρικυμίας ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από ένα είδος αλκοολισμού του κινδύνου (Athanasiadis-N)

[neol, der of αλκοόλ w. suff. -ισμός; perh fr Fr alcoolisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες