Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλκαλοειδές
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλκαλοειδές το [alkaloiδés] Ο (βλ. Ε10) : (χημ.) αλκαλική οργανική, φυτική ένωση που περιέχει άζωτο, όπως π.χ. η μορφίνη, η στρυχνίνη, η καφεΐνη κτλ.: Πολλά αλκαλοειδή χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική.

[λόγ. < γαλλ. alcaloïde (-ide = -ειδές, ουδ. του -ειδής)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλκαλοειδές [alkaloi∂és] το, usu pl αλκαλοειδή τα
  • alkaloid:
    • τα αλκαλοειδή του οπίου opium alkaloids.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go