Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλισάχνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλισάχνη η [alisáxni] Ο30 : λεπτό στρώμα από αλάτι που επικάθεται σε διάφορες επιφάνειες, όπως π.χ. στις κοιλότητες των βράχων που είναι κοντά στη θάλασσα, στα πλεούμενα, στα σώματα των κολυμβητών κτλ.

[μσν. αλισάχνη (μαρτυρείται στη σημ.: `αλάτι από αλατωρυχείο΄) < αρχ. ἁλοσάχνη (μαρτυρείται στη σημ.: `αφρός της θάλασσας (ένα ζωόφυτο)΄) ( [o > i] ;)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλισάχνη [alisáxni] η, (& region. αλοσάχνη)
  • salty flakes, spume (syn αλαφριά άχνη αλάτι, αφράλατο):
    • (μου φαίνεσαι) άντρας με γαλάζια κατσαρά μαλλιά, πασπαλισμένα με ~ (Kazantz) |
    • μέσα στον ήλιο του νησιού, βρεγμένος από τη θάλασσά του, παχνιασμένος από την ασημιάν ~ του νησιού (Myriv) |
    • το κύμα ... σκάβει την πέτρα και πλάθει έναν αφρόλιθο για την ~, ένα κουφολίθι τραγικό, μια σπηλιά με όλο της το ενάλιο ... κάλλος (Amariotou) |
    • στην Aλυκή η ~ ασπρογάνιαζε (Makistos) |
    • poem και μια μπροστά ρουφάει του πέλαγου την άγριαν ~ (Kazantz Od 2.767) |
    • χοντράμμο γιόμωσαν τα γένεια του, τα χείλια του ~ (ib. 21.554)

[fr K ἁλοσάχνη, cpd of AG ἁλός ἄχνη 'seawater spume, brine': the -ι- anal. of cpds w. αλι-: αλίπαστος, αλίπεδο etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες