Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλιπηγή
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αλιπηγή [alipiyí] η, (L)
  • saline, brine or mineral spring (syn L αλατούχος πηγή):
    • ιωδιούχος, βρωμιούχος, σιδηρούχος ~ |
    • η ιαματική ~ Παναγίας Kρυφτής (στη Λέσβο) (Varelas) |
    • ανεκμετάλλευτες ιαματικές χλωρονατριούχες αλιπηγές (id.)

[neol, cpd of αλι- (ἃλς) & πηγή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go