Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλίευση η [alíefsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του αλιεύω.
[λόγ. αλιεύ(ω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλίευση [alíefsi] η,
- fishing work
- ⓐ navy sweeping:
- ~ ναρκών mine sweeping (syn in αλιεία 1c) .



