Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλιγάτορας
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλιγάτορας ο [aliγátoras] Ο5 : είδος κροκόδειλου με μακρύ και πλατύ ρύγχος, που ζει σε ποτάμια θερμών χωρών.

[λόγ. αλιγάτ(ωρ) -ορας < αγγλ. alligator (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλιγάτορας [aliγátoras] ο, (sp. also αλλιγάτορας)
  • alligator

[fr kath αλλιγάτωρ ← Eng alligator ← Span el lagarto "the lizard"]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go