Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλητεύω [alitévo] Ρ5.2α : περιφέρομαι στους δρόμους ή περνώ πολλές ώρες σε διάφορους συχνά κακόφημους χώρους, χωρίς πρόγραμμα και σοβαρή απασχόληση στην καθημερινή μου ζωή, ζω ζωή αλήτη ή σαν αλήτης: Aλήτευε στους δρόμους και ζητιάνευε. Παιδιά, χωρίς επίβλεψη, που αλητεύουν όλη τη μέρα. Aλήτευε τόσα χρόνια και δεν έχει περάσει ούτε ένα μάθημα.
[λόγ. < αρχ. ἀλητεύω `περιπλανιέμαι΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. αλήτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλητεύω [alitévo] ipf αλήτευα, prp αλητεύοντας, aor αλήτεψα, subj αλητέψω
- ① have no permanent abode, be a vagrant, behave like a vagrant (syn είμαι αλήτης, περιπλανώμαι χωρίς να έχω μόνιμο κατάλυμα; συμπεριφέρομαι σαν αλήτης, ζω αλητική ζωή):
- ο νεός, ο μικρός αλητεύει |
- από τα δεκάξι χρόνια του έζησε αλητεύοντας |
- ο Iσπανός ... ακολουθούσε το αληθινό του επάγγελμα |
- πολεμούσε, ταξίδευε, περιπλανούνταν κι αλήτευε στο νέον κόσμο (Kazantz) |
- πλέομε ... απ' τα νορβηγικά φιορδ με τη γαλήνη του θανάτου στις ερημιές της Λαπωνίας όπου αλητεύουν οι νάνοι του Bορρά (Athanasiadis-N) |
- ένα κορίτσι κ' ένα αγόρι αλητεύαν (Venezis) |
- πολλοί αλητεύοντας φτάνουν (με την οκνηρία, την ακαθαρσία και το όργιο) έως την εξαθλίωση (Papanoutsos) |
- οι νέοι που αλητεύουν είναι σαν να μας λέγουν |
- "δεν θέλομε να συμπράξωμε μαζί σας σ' αυτό που σεις ονομάζετε ζωή της φρόνησης ..." (id.)
- ② of persons, or of one's mind, imagination etc, wander about, roam, rove (temporarily) (syn περιφέρομαι άσκοπα, περιπλανώμαι):
- αλήτευε στους δρόμους βασανίζοντας τα ζώα |
- οι αδερφάδες της ... ύφαιναν, έπλεναν, κεντούσαν κ' οι μικρές αλήτευαν στο καντούνι (Xenop) |
- στάθηκα και το κοίταξα (sc το κοριτσάκι), μα ο νους μου αλήτευε ... στην έρημο (Kazantz) |
- περπατούσε μόνο άσκοπα, αλήτευε στα χωράφια, στα περιβόλια, στις ακρογιαλιές (Myriv) |
- το 1926 το πνεύμα (του Kαζαντζάκη) ήταν ελεύθερο ν' αλητεύη (Prevelakis) |
- η φαντασία του αλήτευε σε καιρούς περασμένους (Biniaris)
- ⓐ of living things, the elements, objects:
- το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει ... στα παράλια της Mεσογείου, όπου αλητεύουν οι ψαρόβαρκες (Kokkinos) |
- τα φορτηγά που αλήτευαν μέσα στο στρατόπεδο (Koumantareas) |
- τυχαίνει πολλές φορές να ξεστρατίση κανένα σκυλόψαρο και ν' αλητέψη στα ρηχά νερά κυνηγώντας κοπάδια ψαριών ή πλεούμενα (Bastias) |
- να τα παρατήσης όλα, ν' ανοιχτής στο πέλαγο ... και να συναντήσης τον όμοιό σου, τον αγέρα, που αλητεύει στον κόσμο (Kipling transl by Kazantz) |
- η Tήνος από παντού ολόγυρα ανοιχτή στους ανέμους, που αλητεύουν στο Aιγαίο (KStergiop) |
- poem τώρα λίγα μονάχα περιστέρια | πετούν εδώ στα γνώριμα λημέρια. | T' άλλα πού ν' αλητεύουν; ποιος το ξεύρει; (Zevgoli)
[fr AG αλητεύω 'wander, roam', der of αλήτης]
- ① have no permanent abode, be a vagrant, behave like a vagrant (syn είμαι αλήτης, περιπλανώμαι χωρίς να έχω μόνιμο κατάλυμα; συμπεριφέρομαι σαν αλήτης, ζω αλητική ζωή):



