Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλητάκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλητάκος [alitákos] ο,
  • young loafer, guttersnipe (syn in αλητάκι):
    • - μου την καταφέρατε! φωνάζει και κουνά το δάχτυλο. Kαι γω θαρρούσα κανένας ~ (Myriv)

[der of αλήτης w. suff -άκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες