Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλευρώδης -ης -ες
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αλευρώδης, -ης, -ες [alevró∂is]
  • like flour, farinaceous, mealy, floury (syn αλευροειδής, αλευρωμένος 3):
    • με ένα τόσο πηκτό και αξιοδάκρυτο ντύμα αλευρώδες του τηγανίσματος (Papatsonis)

[fr K ἀλευρώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go