Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλευραποθήκη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλευραποθήκη [alevrapoθíci] η,
  • storage room for flour, flour store (syn αποθήκη αλεύρων)

[cpd of αλεύρι & αποθήκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες