Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλεπότρυπα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλεπότρυπα η [alepótripa] Ο27α : η υπόγεια συνήθ. φωλιά της αλεπούς.

[αλεπ(ού) -ο- + τρύπα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλεπότρυπα [alepótripa] η, (& region. αλουπότρυπα & αλεπότρουπα & αλουπότρουπα)
  • fox's hole (syn αλεποφωλιά):
    • folkt ο σκαντζόχερος σε λίγο ηύρε μια αλουπότρουπα και πήγε για να μπη μέσα (Patras)

[cpd of αλεπού & τρύπα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go