Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλεποφωλιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλεποφωλιά η [alepofolá] Ο24 : η φωλιά της αλεπούς.

[αλεπ(ού) -ο- + φωλιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλεποφωλιά [alepofoljá] η, (& region. αλουποφωλιά)
  • fox's hole, fox's burrow (syn αλουπότρυπα)

[cpd of αλεπού & φωλιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go