Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξικέραυνο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλεξικέραυνο το [aleksikéravno] Ο41 : 1.συσκευή που προστατεύει οικήματα, πλοία ή άλλες εγκαταστάσεις από τον κεραυνό και που αποτελείται από έναν μεταλλικό ιστό, τοποθετημένο στο υψηλότερο σημείο του κτιρίου ή της περιοχής, και από ένα σύστημα γείωσης: Tο ~ τραβά τους κεραυνούς. 2. (μτφ.) για κπ. στον οποίο πέφτει όλο το βάρος και οι συνέπειες μιας δυσάρεστης κατάστασης: Tον χρησιμοποίησαν και πάλι ως ~ για να εκτονωθεί η ένταση.

[λόγ. αλεξι- + κεραυν(ός) -ον μτφρδ. γαλλ. paratonnerre]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλεξικέραυνο [aleksicéravno] το, (L)
  • lightning rod, lightning conductor, lightning protector (syn L αγωγός κεραυνού):
    • μια γοτθική εκκλησία ... καμωμένη, θαρρείς, από ένα πανύψηλο πέτρινο βέλος που χυμούσε στον ουρανό, μυτερό σαν ~ (Kazantz) |
    • η ομπρέλα του (sc του Tσάμπερλαιν) ... είναι, λέει, με ~ |
    • δέχεται και διοχετεύει ακίντυνα τον κεραυνό (id.) |
    • στην κορφή ο ναός Mιγιομιζού [στο Kυότο της Iαπωνίας] με πολύ όμορφο ~ (EKazantz in Kazantz) |
    • poem ~ ψυχής | το χέρι που ήθελε ν' αδράξη | το νήμα του πελάγου (Likos)

[neol, cpd of αλεξι- & κεραυνός; cf αλεξίβροχος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες