Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλεξία η [aleksía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να αναγνωρίσει ή να χρησιμοποιήσει τα σημεία της γραφής ή να αρθρώσει τις λέξεις που σχηματίζονται από αυτά· λεκτική τύφλωση.

[λόγ. < γαλλ. alexie < a- = α- 1 + αρχ. λέξ(ις) -ie = -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλεξία [aleksía] η, psychiatry
  • cerebral disorder marked by inability to understand written speech, alexia (syn γραφική τύφλωση)

[neol, cpd of pref α- & λέγω 'speak' in the form -λεξ-ία; cf ευλεξία, νεο-, ορθο-, πολυ-λεξία etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες