Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξήνεμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλεξήνεμο [aleksínemo] το, (L) rare
  • windshield, (Brit) windscreen (syn παρμπρίζ)

[substantiv. n of αλεξήνεμος (Eustathius) 'averting the wind']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες