Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλδεΰδη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλδεΰδη η [alδeíδi] Ο30 (συνήθ. πληθ.) : (χημ.) ομάδα από οργανικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.

[λόγ. < γαλλ. aldéhyd(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go