Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλγοριθμικός -ή -ό [alγoriθmikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στον αλγόριθμο.
[λόγ. αλγόριθμ(ος) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλγοριθμικός, -ή, -ό [alγoriθmikós] math
- algorithmic:
- αλγοριθμική λογική total sum of calculation symbols and rules |
- computer technol. αλγοριθμική γλώσσα algorithmic language (abbrev ALGOL)
[der of αλγόριθμος]
- algorithmic:



