Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαφροπάτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφροπάτης [alafropátis] adj
  • whose step is light, stepping lightly:
    • γοργοί κι αλαφροπάτηδες σαν καραβόγατοι τους ρίξανε τη φαρδιά σανίδα που 'χαν αποτραβηγμένη από νωρίς (Melas) |
    • poem ... μα αγρύπναε ο νους του ανθρώπου, | σα μέγας λιόντας που κατέβαινε στη γης ~ (Kazantz Od 20.685)

[der of αλαφροπατώ (cf νυχτοπάτης, ψωμοπάτης, ορκοπάτης) anal. after nouns in -βάτης, e.g. ακροβάτης, νυχτοβάτης, υπνοβάτης, ορειβάτης, ουρανοβάτης etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες