Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαφρομυαλιά η [alafromna
á] Ο24 : (λαϊκότρ.) ελαφρομυαλιά. [αλαφρόμυαλ(ος) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφρομυαλιά [alafromjaljá] η, (& ελαφρομυαλιά)
- ① lightheadness, superficiality (syn in αλαφράδα 2):
- ~ της γυναίκας, του άντρα |
- χάθηκε από την ~ του |
- η όψη της ζαργάνας δεν δείχνει τόση ~, γιατί είναι ψάρι σβέλτο (Bastias) |
- οι βουνήσιοι ρωμιοί ... την πιστεύουν (sc τούτη τη διάθεση του Kορφιάτη) ~ κι ανεγνοιασιά αξιοκατάκριτη (Panagiotop)
- ② lightheaded or superficial act:
- οι σκοτούρες, οι αδυναμίες, οι αλαφρομυαλιές σου δεν σου αφίνουν δυνάμεις, μυαλό, καιρό (Christidis) |
- όλες οι αλαφρομυαλιές λογιάζονται παραπατήματα και κρίματα (Chourmouzios)
[der of αλαφρόμυαλος w. suff -ιά ← -ία]
- ① lightheadness, superficiality (syn in αλαφράδα 2):



