Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλατόνερο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλατόνερο το [alatónero] Ο41 : διάλυμα αλατιού σε νερό: Γαργάρες με ~.

[αλατο- + νερ(ό) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλατόνερο [alatónero] το,
  • brine:
    • λουτρό από ~ brine bath |
    • ένα κομμάτι γάζα βουτημένο σε ~ (Saratsis)

[cpd w. νερό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go