Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλατίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλατίζω [alatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.βάζω, ρίχνω αλάτι: Aλατίζουμε το φαγητό για να γίνει νόστιμο. Σήμερα το φαΐ είναι πολύ αλατισμένο. β. πασπαλίζω κτ. με πολύ αλάτι για να διατηρηθεί: Σκίζουν τα ψάρια, τ΄ αλατίζουν και μετά τ΄ αφήνουν να ξεραθούν στον ήλιο, τα παστώνουν. Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία. γ. (λαϊκότρ.) αλίζω (το κοπάδι, τα πρόβατα κτλ.). 2. (μτφ.) προσθέτω στο λόγο, στην αφήγηση κτ. ευχάριστο, έξυπνο.

[ελνστ. ἁλατίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αλατίζω.
  • Pίχνω αλάτι, πασπαλίζω με αλάτι:
    • (Iμπ. 696).

[μτγν. αλατίζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλατίζω [alatízo] aor αλάτισα, pass αλατίστηκα, ppp αλατισμένος
  • ① season w. salt, to salt (syn βάζω or ρίχνω αλάτι, πασπαλίζω με αλάτι):
    • ~ το φαγί, τη σούπα, τα μακαρόνια, τα χόρτα |
    • το φαγητό είναι αλατισμένο
  • ⓐ add salt to perishable foodstuffs etc, to conserve them, to salt (near-syn παστώνω, ταριχεύω):
    • ~ τα ψάρια, το τυρί |
    • αλάτισα το δέρμα |
    • idiom phr τον αλάτισε στο ξύλο or τον αλάτισε he beat him mercilessly (syn τον έκαμε τ' αλατιού) |
    • να σ' αλατίσω να μη βρωμήσης to s.o. who did or said something nonsensical
  • ⓑ give salt (as part of the diet) to (animals):
    • οι τσοπάνηδες αλατίζουν τα πράματα |
    • mi αλατίζομαι eat salt |
    • τα πρόβατα αλατίζονται
  • ② fig make (one's talk) pleasant w. witticisms etc, to spice (syn νοστιμεύω, νοστιμίζω):
    • αλατίζει την κουβέντα του με ανέκδοτα (αστεία etc)

[fr MG αλατίζω ← K, der of άλας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες